φυσαρμόνικα

φυσαρμόνικα
η
1. μουσικό όργανο που αποτελείται από φυσητήρα (φυσούνα) και σειρά από μεταλλικά γλωσσάκια, που το καθένα παράγει διαφορετικό ήχο, όταν από αυτό περνάει ρεύμα αέρα που προκαλεί ο φυσητήρας, το φυσαρμόνιο.
2. η αρμόνικα (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φυσαρμόνικα — Συχνά χρησιμοποιείται και το γαλλικό όνομα ακορντεόν. Μουσικό όργανο, στο οποίο ο ήχος παράγεται με τις δονήσεις μιας ή δύο σειρών λεπίδων που πάλλονται από τον αέρα που βγαίνει από έναν ασκό ο οποίος κινείται με το χέρι. Το άνοιγμα των βαλβίδων… …   Dictionary of Greek

  • αρμόνικα — η αερόφωνο όργανο με ελεύθερα παλλόμενα γλωσσίδια, φυσαρμόνικα …   Dictionary of Greek

  • μεσοφωνία — και μισοφωνία, η 1. το φορητό αρμόνιο 2. (κατ επεκτ.) η φυσαρμόνικα και ιδίως αυτή που έχει και τους ενδιάμεσους φθόγγους τής φυσικής κλίμακας, το ακορντεόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσόφωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στο Ημερολόγιον Αττικόν] …   Dictionary of Greek

  • φύσας — ο, Ν κωμ. 1. αυτός που παίζει φυσαρμόνικα 2. οργανοπαίκτης πνευστών οργάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύσα + κατάλ. ας (πρβλ. χάχ ας)] …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Γουίλις, Μπρους — (Bruce Willis,Γερμανία 1955 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού ηθοποιού του κινηματογράφου και της τηλεόρασης Γουόλτερ Γουίλισον (Walter Willison). Μεγάλωσε στο Νιου Τζέρσεϊ των ΗΠΑ, αλλά αργότερα εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα …   Dictionary of Greek

  • μουσική συνοδεία — Στη μουσική υποδηλώνει το ενόργανο μέρος που χρησιμεύει ως ρυθμικό και αρμονικό στήριγμα στο τραγούδι ή σε ένα όργανο, παρέχοντας ηχητική πληρότητα στο σύνολο. Παρόλα αυτά, η μ.σ. δεν αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της μουσικής (δεν έχει λόγο… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”